Μετεγχειρητική κήλη – Δρ. Δημήτριος Γεωργιάδης – Θεσσαλονίκη
Μετεγχειρητική κήλη – Δρ. Δημήτριος Γεωργιάδης – Θεσσαλονίκη
Ως μετεγχειρητική κήλη χαρακτηρίζεται κάθε χάσμα, υποχώρηση του κοιλιακού τοιχώματος σε θέση όπου προηγήθηκε ανοιχτή χειρουργική τομή ή ακόμη και λαπαροσκοπική. Η μετεγχειρητική κήλη δεν είναι σπάνια, καθώς μπορεί να φτάσει και το 20% μιας χειρουργικής επέμβασης στην ευρύτερη κοιλιακή χώρα, ιδιαίτερα εάν έχει επιμολυνθεί η τομή, διότι τότε γίνεται κακή επούλωση των ιστών και τους καθιστά πιο ευένδοτους.
Οι μετεγχειρητικές κήλες εμφανίζονται συνήθως μετά από επεμβάσεις κάθε είδους κοιλιοκήλης, αλλά και χολοκυστεκτομής, τοκετού με καισαρική και άλλες επεμβάσεις. Δημιουργούνται λόγω αδυναμίας σύγκλεισης του κοιλιακού τοιχώματος υπό τάση. Επίσης, όσο πιο πολλές είναι οι τομές από επεμβάσεις, τόσο αυξημένες είναι οι περιοχές όπου δεν αιματώνονται σωστά οι ιστοί των κοιλιακών τοιχωμάτων. Οι μετεγχειρητικές λοιμώξεις και η φλεγμονή, προκαλούν νέκρωση της περιτοναίας που οδηγεί σε απώλεια ιστών στην κοιλιακή χώρα. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία τους είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία που προκαλεί διάταση του ορθού κοιλιακούμυός, η χρήση κορτικοστεροειδών, η ακτινοβολία, η συστηματική ανοσοκαταστολή, η χρόνια πνευμονοπάθεια, ο ασκίτης, γενετικοί παράγοντες και ό,τι αυξάνει την ενδοκοιλιακή πίεση.
Η μετεγχειρητική κήλη εμφανίζεται 6 μήνες έως δύο χρόνια μετά από μία επέμβαση, με την ίδια συχνότητα σε άνδρες και γυναίκες. Συνήθως, δημιουργείται στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα, αλλά μπορεί να δημιουργηθεί και στα πλάγια κοιλιακά τοιχώματα.
Αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής κήλης
Η μετεγχειρητική κήλη εάν δεν αντιμετωπιστεί χειρουργικά, συνήθως μεγαλώνει σε βαθμό που να συμπεριλάβει και μεγάλο μέρος των σπλάχνων μέσα στην κήλη. Ο κίνδυνος για επιπλοκές όπως η περίσφιξη, η νέκρωση των οργάνων που έχουν εισέλθει στον σάκο της κήλης και η περιτονίτιδα, είναι μεγάλος ενώ μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή του ασθενούς.
Η αντιμετώπιση είναι αποκλειστικά χειρουργική με σύγκλειση του χάσματος της κήλης. Αν το χάσμα είναι μικρότερο των 4 εκατοστών, τότε γίνεται σύγκλειση των τμημάτων του χάσματος με ράμματα και ίσως με τη χρήση πλέγματος. Εάν όμως είναι μεγαλύτερο, είναι αναγκαία η τοποθέτηση πλέγματος που θα ενισχύσει τη συρραφή ώστε να μην υπάρξει και νέα υποτροπή. Οι νέες υποτροπές είναι συχνές και γι΄ αυτό απαιτείται έμπειρος στις κήλες Χειρουργός ο οποίος θα αποτυπώσει με ακρίβεια την έκταση του χάσματος, τις προηγούμενες τομές, τις θέσεις των στομίων που δημιυργήθηκαν, τη σταθερότητα ή και βιωσιμότητα των γύρω ιστών και θα ελέγξει τη γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς. Επίσης, να μπορεί να αντιμετωπίσει την ανάταξη των σπλάχνων (έντερο, ουροδόχο κύστη, κ.α) που είναι παγιδευμένα μέσα στον κηλικό σάκο και την επαναφορά τους στη σωστή θέση.
Για να αποφευχθούν νέες υποτροπές δεν αρκεί μόνο η σύγκλειση του χάσματος, αλλά και η εφαρμογή ειδικών τεχνικών που απαιτούν πολύ καλή γνώση της κοιλιακής χώρας από τον χειρουργό, καθώς και εμπειρία στην καταλληλότητα των πλεγμάτων που σε κάθε περίπτωση θα τοποθετηθούν.
Η επέμβαση μπορεί να διενεργηθεί ανοιχτά ή λαπαροσκοπικά, εφόσον υπάρχει μεγάλη εμπειρία και εξειδίκευση και αναλόγως με το εξατομικευμένο πρόβλημα του κάθε ασθενούς. Εάν είναι κατάλληλος για λαπαροσκοπική επέμβαση, αυτή προτιμάται καθώς μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο νέα λοίμωξης.
Στην λαπαροσκοπική τεχνική, μέσα από τρεις μικρές τομές που γίνονται συνήθως στο αριστερό πλάγιο κοιλιακό τοίχωμα, ανατάσσεται το περιεχόμενο της κήλης, παρασκευάζεται ο κηλικός σάκος και αποκαθίσταται η κήλη τοποθετώντας ενδοπεριτοναικά (δηλαδή σε επαφή με τα ενδοκοιλιακά όργανα) ειδικό συνθετικό πλέγμα διπλής όψεως, το οποίο είναι κατασκευασμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος δημιουργίας συμφύσεων με τα σπλάγχνα της κοιλίας με τα οποία έρχεται σε επαφή.